- μητρώνυμο
- τοτο όνομα τής μητέρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -ώνυμο (< ὄνυμα αιολ. τ. τού όνομα), πρβλ. πατρ-ώνυμο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek